- είσοδος
- η (AM εἴσοδος)1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ' έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού»)2. εισόδημα, έσοδο3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα θέατρα»)νεοελλ.1. συμμετοχή σε οργανωμένο σύνολο ανθρώπων για πρώτη φορά («είσοδος στην ακαδημία»)2. μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη («είσοδος στην εφηβική ηλικία»)3. αντίτιμο εισιτηρίουμσν.- νεοελλ.εκκλ.1. «μεγάλη είσοδος» — η μεταφορά τών τιμίων δώρων στο άγιο βήμα για καθαγιασμό2. «μικρή είσοδος» α) μεταφορά τού ιερού ευαγγελίου στο κέντρο τού ναούβ) είσοδος τού ιερέα στο άγιο βήμαγ) η είσοδος τής Παναγίας στον ναό, τα εισόδιααρχ.1. (στο αρχ. θέατρο) το μέρος απ' όπου έμπαινε ο χορός2. μέσο, ή τρόπος επιτυχίας3. εγγραφή στον κατάλογο αυτών που πρόκειται να αγωνιστούν σε διάφορα αθλήματα4. επίσκεψη5. εξέταση, έρευνα.
Dictionary of Greek. 2013.